πολυτίμητος
Προφορά
Ετυμολογία
πολυτίμητος αρχαία ελληνική πολυτίμητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πολυτίμητος -η, -ο
✦ αυτός που τον τιμούν πολύ
✦ πολύτιμος, βαρύτιμος: είχε μάνα, κι άλλο πιο πολυτίμητο δεν ήξερε στον κόσμο από τούτο (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–