πολυπολιτισμικός


πολυπολιτισμικός
Προφορά

Ετυμολογία
πολυπολιτισμικός πολυ- + πολιτισμικός• μετάφραση του └αγγλ┘όρου multicultural

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυπολιτισμικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη διαφορετικών πολιτισμικά ομάδων: πολυπολιτισμική κοινωνία – πολυπολιτισμική αυτοκρατορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.