πολυπλόκαμος


πολυπλόκαμος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυπλόκαμος μεταγενέστερη ελληνική πολυπλόκαμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυπλόκαμος -η, -ο

✦ που έχει πολλά πλοκάμια
(μτφ. ) ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, σύνθετος: πολυπλόκαμη υπόθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.