πολυπιστεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply πολυπιστεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/πολυπιστεύω.mp3Ετυμολογίαπολυπιστεύω πολύς + πιστεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ πολυπιστεύω ✦ πιστεύω εντελώς κάτι (συνήθ. με άρνηση): στην αρχή το πράμα μού φάνηκε ύποπτο, δεν την πολυπίστεψα (Άγγ. Τερζάκης) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–