πολυπιστεύω


πολυπιστεύω
Προφορά

Ετυμολογία
πολυπιστεύω πολύς + πιστεύω

Ερμηνεία
ρήμα πολυπιστεύω

✦ πιστεύω εντελώς κάτι (συνήθ. με άρνηση): στην αρχή το πράμα μού φάνηκε ύποπτο, δεν την πολυπίστεψα (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.