πολυοψία


πολυοψία
Προφορά

Ετυμολογία
πολυοψία πολύς + θ. οψ, του μέλλοντ. ὄψομαι του αρχαίου ελληνικού ρ. ὁρῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πολυοψία

✦ διαταραχή της οπτικής αντιλήψεως, κατά την οποία τα αντικείμενα φαίνονται πολλαπλά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.