πολυμορφισμός


πολυμορφισμός
Προφορά

Ετυμολογία
πολυμορφισμός πολυμορφία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πολυμορφισμός

(βιολ.) η ιδιότητα των ειδών να παίρνουν πολλές μορφές χωρίς να αλλάζει η φύση τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.