πολυθόρυβος


πολυθόρυβος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυθόρυβος πολύς + θόρυβος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυθόρυβος -η, -ο

✦ ο πολύ θορυβώδης, που προκαλεί ή έχει πολύ θόρυβο: κληρονομικές διαφορές πολυσήμαντες, ποινικές δίκες πολυθόρυβες (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
αθόρυβος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.