πολυεστέρας


πολυεστέρας
Προφορά

Ετυμολογία
πολυεστέρας └αγγλ┘polyester

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πολυεστέρας

✦ εύχρ. συν. στον πληθ. πολυεστέρες, ονομ. πολυμερών ενώσεων που παράγονται από την ένωση πολυβασικών οξέων με ακόρεστες αλκοόλες ή γλυκόλες και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή συνθετικών ινών, χυτών αντικειμένων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.