πολυδιψία


πολυδιψία
Προφορά

Ετυμολογία
πολυδιψία μεταγενέστερη ελληνική πολύδιψος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πολυδιψία

(ιατρ.) μη φυσιολογική, έντονη επιθυμία για αυξημένες λήψεις υγρών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.