πολυδιαβασμένος


πολυδιαβασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυδιαβασμένος πολύς + διαβάζω

Ερμηνεία
πολυδιαβασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο διαβασμένος από πολλούς: πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα
✦ (για πρόσ.) αυτός που έχει διαβάσει πολλά: άνθρωπος πολυδιαβασμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.