πολυδακτυλία
Προφορά
Ετυμολογία
πολυδακτυλία πολυδάκτυλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πολυδακτυλία
✦ (ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία υπάρχουν περισσότερα από το κανονικό δάχτυλα στα χέρια ή τα πόδια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–