πολυακόρεστος


πολυακόρεστος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυακόρεστος μετάφραση του └αγγλ┘όρου polyunsaturated

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυακόρεστος -η, -ο

✦ όρος της οργανικής χημείας που χαρακτηρίζει λιπαρά οξέα ή εστέρες που στο μόριό τους έχουν δύο τουλάχιστον διπλούς δεσμούς άνθρακα-άνθρακα: το καλαμποκέλαιο και το ηλιέλαιο ανήκουν στα πολυακόρεστα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.