πολυαίωνη
Προφορά
Ετυμολογία
πολυαίωνη πολύς + αιών, -ώνος
Ερμηνεία
πολυαίωνη
✦ -ωνος (ο, η) θηλ. κ. πολυαίωνη επίθ. αυτός που έχει διάρκεια πολλών αιώνων: και όμως σε όλην αυτή την πολυαίωνη δομή των αξιών ο λόγος αυτός του Χριστού αντιτάσσει μιαν άλλη θέση (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
μακραίων
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–