πολυήμερος


πολυήμερος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυήμερος αρχαία ελληνική πολυήμερος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυήμερος -η, -ο

✦ που διαρκεί πολλές μέρες: πολυήμερη εκδρομή

Συνώνυμα

Αντίθετα
ολιγοήμερος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.