πολλαπλασιαστέος
Προφορά
Ετυμολογία
πολλαπλασιαστέος πολλαπλασιάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πολλαπλασιαστέος -α, -ο
✦ που πρέπει να πολλαπλασιαστεί
✦ αρσ. ο πολλαπλασιαστέος ως ουσ., ο αριθμός που πρόκειται να πολλαπλασιαστεί επί άλλον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–