πολιτεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
πολιτεύομαι αρχαία ελληνική πολιτεύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πολιτεύομαι
✦ μετέχω στην πολιτική ζωή: και θα μπορεί να πολιτεύεται – χαρά! – κι αυτός μες στη βουλή κι αυτός στην αγορά (Κ. Καβάφης)
✦ (μτφ. ) ενεργώ, συμπεριφέρομαι με ορισμένο τρόπο: πολιτευόταν σα Ρωμιός, μα στα χαρτιά δεν τον είχαν γραμμένο για δικό μας (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–