πολιτεία
Προφορά
Ετυμολογία
πολιτεία αρχαία ελληνική πολιτεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πολιτεία
✦ το σύνολο των θεσμών, το είδος του πολιτεύματος με το οποίο κυβερνιέται μια χώρα
✦ το έδαφος μιας χώρας, ο λαός της και η κυρίαρχη πολιτική εξουσία, κράτος
✦ η κυβερνητική και η νομοθετική εξουσία
✦ ο τρόπος διαχείρισης των κοινών
✦ διοικητική υποδιαίρεση χώρας, με αυτοδύναμη νομοθετική και κυβερνητική εξουσία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
✦ (μτφ. ) τρόπος ενέργειας ή συμπεριφοράς
✦ πόλη, χώρα
✦ φρ. είναι βίος και πολιτεία, για ανθρώπους που έζησαν περιπετειώδη ζωή ή ηθικά ύποπτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–