πολιορκώ
Προφορά
Ετυμολογία
πολιορκώ αρχαία ελληνική πολιορκέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πολιορκώ -είς, -εί
✦ ενεργώ πολιορκία, αποκλείω οχυρωμένη θέση με σκοπό την κατάληψή της
✦ (μτφ. ) περισφίγγω
✦ (μτφ. ) στενοχωρώ, πιέζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–