πολιορκία


πολιορκία
Προφορά

Ετυμολογία
πολιορκία αρχαία ελληνική πολιορκία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πολιορκία

✦ αποκλεισμός οχυρωμένης θέσεως από πολεμικές δυνάμεις με σκοπό την κατάληψή της
(μτφ. ) συνωστισμός πλήθους γύρω από έναν τόπο
(μτφ. ) φορτική ενόχληση
✦ κατάσταση πολιορκίας, η προσωρινή αναστολή ορισμένων συνταγματικών ελευθεριών και η λήψη εξαιρετικών μέτρων ασφάλειας από μια κυβέρνηση σε περιπτώσεις εξαιρετικού κινδύνου για τη χώρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.