πολικός


πολικός
Προφορά

Ετυμολογία
πολικός πόλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους της γήινης σφαίρας, ο χαρακτηριστικός των πόλων, αρκτικός: πολικό ψύχος
✦ (ειδ.) πολικός αστέρας (αστήρ), το άστρο της Μικρής Άρκτου
✦ (φυσ.) ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.