πολεομορφία
Προφορά
Ετυμολογία
πολεομορφία πόλις + μορφή• μετάφραση του └αγγλ┘όρου urbanism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πολεομορφία
✦ η μετατόπιση πληθυσμού μιας χώρας προς τα αστικά κέντρα, αστυφιλία
✦ ο ειδικός τρόπος υπάρξεως ή διαβιώσεως που χαρακτηρίζει την πόλη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–