πολεμώ
Προφορά
Ετυμολογία
πολεμώ αρχαία ελληνική πολεμέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πολεμώ -άς, -ά
✦ κάνω πόλεμο
✦ μάχομαι
✦ βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση
✦ ανταγωνίζομαι
✦ θέλω να εξουδετερώσω
✦ προσπαθώ, μοχθώ, πασχίζω: πολεμούσε να κυβερνήσει τους λογισμούς του (Π. Πρεβελάκης)
✦ (για νόσο) καταπολεμώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ειρηνεύω
Επιρρήματα
–