πολεμοκάπηλος


πολεμοκάπηλος
Προφορά

Ετυμολογία
πολεμοκάπηλος πόλεμος + κάπηλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολεμοκάπηλος -η, -ο

✦ ο έμπορος του πολέμου, άτομο που δημιουργεί ψύχωση πολέμου για να αποκομίσει οικονομικά οφέλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.