πολεμικός
Προφορά
Ετυμολογία
πολεμικός αρχαία ελληνική πολεμικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πολεμικός -ή, -ό
✦ ο του πολέμου: πολεμικές επιχειρήσεις
✦ ο ικανός για πόλεμο, εμπειροπόλεμος
✦ φιλοπόλεμος: επικρατεί πολεμική ατμόσφαιρα
✦ (μτφ. ) μαχητικός
✦ θηλ. η πολεμική ως ουσ., η τέχνη του πολέμου
✦ οξύτατη κριτική με λόγια ή γραπτά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
πολεμικά (Κ πολεμικώς)