πολίτης


πολίτης
Προφορά

Ετυμολογία
πολίτης αρχαία ελληνική πολίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πολίτης

✦ θηλ. πολίτις, -ιδος κάτοικος πόλεως
✦ κάτοχος ιθαγένειας
✦ κάθε μέλος πολιτείας και ιδ. αυτός που έχει το δικαίωμα να εκλέγει και να εκλέγεται
✦ ο ιδιώτης, ο μη στρατιωτικός ή κληρικός
✦ φρ. ακαδημαϊκός πολίτης, ο σπουδαστής ανώτερης και ανώτατης σχολής
✦ (ως κύρ. όν.) Πολίτης, θηλ. Πολίτισσα, ο κάτοικος ή ο καταγόμενος από την Κωνσταντινούπολη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.