ποινικολόγος
Προφορά
Ετυμολογία
ποινικολόγος ποινικός + λέγω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η ποινικολόγος
✦ νομικός ασχολούμενος ειδικά με το ποινικό δίκαιο και την εγκληματολογία
✦ δικηγόρος ειδικευμένος στις ποινικές υποθέσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–