ποινή


ποινή
Προφορά

Ετυμολογία
ποινή αρχαία ελληνική ποινή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ποινή

✦ τιμωρία για πράξη κολάσιμη
✦ (ειδ.) η επιβαλλόμενη από δικαστήριο τιμωρία σε πρόσωπα που κρίθηκαν ένοχα παράνομης πράξεως ή παραλείψεως: ποινή φυλακίσεως – χρηματική ποινή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.