ποιμενικός
Προφορά
Ετυμολογία
ποιμενικός αρχαία ελληνική ποιμενικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ποιμενικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στον ποιμένα, ο χαρακτηριστικός των ποιμένων: ποιμενικό ειδύλλιο
✦ ουδ. το ποιμενικό(ν) ως ουσ., μουσική σύνθεση με θέμα βουκολικό, παστοράλε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–