ποιμένας
Προφορά
Ετυμολογία
ποιμένας μεσαιωνική ελληνική ποιμένας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ποιμένας
✦ βοσκός και ιδ. προβάτων, τσομπάνος
✦ (μτφ. ) αρχηγός: ποιμένες λαών
✦ θρησκευτικός ηγέτης, ποιμενάρχης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–