ποικιλώνυμος


ποικιλώνυμος
Προφορά

Ετυμολογία
ποικιλώνυμος ποικίλος + όνομα• το -υ- από το αιολ. όνυμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ ποικιλώνυμος -η, -ο

✦ που έχει πολλά ονόματα, που αποκαλείται με διάφορα ονόματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.