ποικιλτής


ποικιλτής
Προφορά

Ετυμολογία
ποικιλτής αρχαία ελληνική ποικιλτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ποικιλτής

✦ τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων, τεχνουργημάτων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.