ποικιλία
Προφορά
Ετυμολογία
ποικιλία αρχαία ελληνική ποικιλία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ποικιλία
✦ διαφορά, ανομοιότητα πλήθους πραγμάτων μεταξύ τους
✦ αλλαγή: φρ. χάριν ποικιλίας, για αποφυγή της μονοτονίας
✦ πιάτο με διάφορα είδη κρύων εδεσμάτων
✦ (ζωολ. – βοταν.) άθροισμα οργανισμών που διαφέρουν από άλλους ομοειδείς σε δευτερεύοντα ή ασήμαντα χαρακτηριστικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–