ποικίλλω
Προφορά
Ετυμολογία
ποικίλλω αρχαία ελληνική ποικίλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ποικίλλω
✦ στολίζω, διακοσμώ
✦ αλλάζω
✦ (μτφ. ) κάνω το λόγο ωραίο με διάφορα τεχνικά ή ενδιαφέροντα θέματα: του άρεσε να ποικίλλει την ομιλία του με τους μύθους του (Άγγ. Βλάχος)
✦ (αμτβ.) είμαι ειδών ειδών, παραλλάζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–