ποδιαίος


ποδιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
ποδιαίος αρχαία ελληνική ποδιαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ποδιαίος -α, -ο

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.