ποδηλατοδρόμος
Προφορά
Ετυμολογία
ποδηλατοδρόμος ποδήλατον + θ. αρχαία ελληνική αορ. ἔδραμον του ρήματος τρέχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η ποδηλατοδρόμος
✦ ποδηλατιστής
✦ ο αγωνιζόμενος σε ποδηλατοδρομία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–