ποδηγετώ


ποδηγετώ
Προφορά

Ετυμολογία
ποδηγετώ μεταγενέστερη ελληνική ποδηγετῶ

Ερμηνεία
ρήμα ποδηγετώ -είς, -εί

✦ προπορεύομαι δείχνοντας το δρόμο, οδηγώ
(μτφ. ) ελέγχω και κατευθύνω κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.