ποδαρικό
Προφορά
Ετυμολογία
ποδαρικό μεσαιωνική ελληνική ποδαρικόν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ποδαρικό
✦ πόδι τραπεζιού ή άλλου επίπλου, υπόβαθρο ή άλλο υποστήριγμα
✦ το πέδιλο του υφαντικού ιστού
✦ (λαογρ.) η καλή ή κακή τύχη που φέρνει στους άλλους σε ορισμένες μέρες ή περιστάσεις ο πρώτος επισκέπτης ή ο πρώτος πελάτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–