ποδίζω


ποδίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ποδίζω αρχαία ελληνική ποδίζω

Ερμηνεία
ρήμα ποδίζω

✦ (ναυτ.) εμποδίζομαι να προχωρήσω, σταματώ τον πλου ή παραμένω προσωρινά σε υπήνεμο όρμο εξαιτίας κακοκαιρίας: βαστούσε δυο τρεις βδομάδες η φουρτούνα στη Μαυροθάλασσα και ποδίζανε τα καΐκια (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.