ποδάρι
Προφορά
Ετυμολογία
ποδάρι μεσαιωνική ελληνική ποδάριν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ποδάρι
✦ πόδι: γοργόν, ανάλαφρο ποδάρι (Άγγ. Σικελιανός)
✦ φρ. δουλειά του ποδαριού, δουλειά που γίνεται στο πόδι, χωρίς οργάνωση ή εγκαταστάσεις – (παροιμ.) ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, πολλά και απροσδόκητα μπορούν να συμβούν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–