πνοή


πνοή
Προφορά

Ετυμολογία
πνοή αρχαία ελληνική πνοή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πνοή

✦ κίνηση του αέρα, φύσημα
✦ ανάσα, αναπνοή: φρ. αφήνω την τελευταία μου πνοή, πεθαίνω
(μτφ. ) ζωντάνια
(μτφ. ) έμπνευση: φρ. έργο μακράς πνοής, που αντέχει στο χρόνο, διαχρονικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.