πνιχτικός
Προφορά
Ετυμολογία
πνιχτικός μεταγενέστερη ελληνική πνικτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πνιχτικός -ή, -ό
✦ πνιγηρός (βλ. λ.) : οι υγρασίες της λίμνης ξεχύνουνταν ύπουλες και πνιχτικές στη δειλινή κουφόβραση (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–