πνιγμός Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply πνιγμόςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/πνιγμός.mp3Ετυμολογίαπνιγμός αρχαία ελληνική πνιγμός Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο πνιγμός ✦ ο θάνατος που προκαλείται από ασφυξία, από σταμάτημα της αναπνοής, ιδ. μέσα στο νερό, το πνίξιμο Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–