πνιγμός


πνιγμός
Προφορά

Ετυμολογία
πνιγμός αρχαία ελληνική πνιγμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πνιγμός

✦ ο θάνατος που προκαλείται από ασφυξία, από σταμάτημα της αναπνοής, ιδ. μέσα στο νερό, το πνίξιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.