πνιγμονή


πνιγμονή
Προφορά

Ετυμολογία
πνιγμονή μεταγενέστερη ελληνική πνιγμονή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πνιγμονή

(ιατρ.) ο θάνατος που προκαλείται από ασφυξία, εξαιτίας της μηχανικής απόφραξης των ανώτερων αναπνευστικών οδών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.