πνιγμονή
Προφορά
Ετυμολογία
πνιγμονή μεταγενέστερη ελληνική πνιγμονή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πνιγμονή
✦ (ιατρ.) ο θάνατος που προκαλείται από ασφυξία, εξαιτίας της μηχανικής απόφραξης των ανώτερων αναπνευστικών οδών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–