πνευστιώ
Προφορά
Ετυμολογία
πνευστιώ αρχαία ελληνική πνευστιάω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πνευστιώ -άς, -ά
✦ αναπνέω με δυσκολία, ασθμαίνω, λαχανιάζω: έπεσεν εις τους πόδας της νέας πνιγομένη, πνευστιώσα και μη δυναμένη να ομιλήσει εκ των λυγμών (Αλ. Παπαδιαμάντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–