πνευμονορραγία
Προφορά
Ετυμολογία
πνευμονορραγία πνεύμων + θ. αορ. ερράγην του ρήματος ρήγνυμι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πνευμονορραγία
✦ αιμορραγία από τους πνεύμονες, αιμόπτυση
✦ η διήθηση αίματος στους πνεύμονες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–