πνίχτης


πνίχτης
Προφορά

Ετυμολογία
πνίχτης πνίγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πνίχτης

✦ αυτός που πνίγει: όλοι οι φονιάδες της ζωής και οι πνίχτες της αλήθειας (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.