πνέω
Προφορά
Ετυμολογία
πνέω αρχαία ελληνική πνέω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πνέω
✦ (για άνεμο) φυσώ
✦ φρ. πνέω μένεα, είμαι πολύ οργισμένος εναντίον κάποιου, θέλω να τον εκδικηθώ – πνέει τα λοίσθια, ψυχορραγεί
✦ φρ. πνέει άνεμος ελευθερίας – δημοκρατίας κτλ., έχει επικρατήσει η ελευθερία, η δημοκρατία κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–