πλούσιος
Προφορά
Ετυμολογία
πλούσιος αρχαία ελληνική πλούσιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πλούσιος -ια, -ιο
✦ που έχει πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία
✦ εύφορος, με μεγάλη παραγωγή προϊόντων: πλούσια χώρα – απέραντα δάση, πλούσια γη που έδινε και σαράντα και πενήντα φορές ό,τι την έσπερνες (Άγγ. Βλάχος)
✦ που έχει κάτι σε αφθονία: πλούσιος σε χαρίσματα – σε γνώσεις
✦ άφθονος, πολυτελής: πλούσιο γεύμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πένης, φτωχός
Επιρρήματα
πλούσια (Κ πλουσίως)