πλουτισμός
Προφορά
Ετυμολογία
πλουτισμός μεσαιωνική ελληνική πλουτισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πλουτισμός
✦ η αποκόμιση μεγάλων υλικών κερδών ή και πνευματικών, ηθικών ωφελημάτων: πλουτισμός σε γνώσεις – σε πείρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φτώχεμα
Επιρρήματα
–