πλουταίνω


πλουταίνω
Προφορά

Ετυμολογία
πλουταίνω αρχαία ελληνική πλουτῶ

Ερμηνεία
ρήμα πλουταίνω

✦ κάνω κάποιον πλούσιο, πλουτίζω
✦ (αμτβ.) γίνομαι πλούσιος: (παροιμ. φρ.) με το νου πλουταίνει η κόρη

Συνώνυμα

Αντίθετα
φτωχαίνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.